- κανθύλη
- κανθύλη, ἡ,A swelling, tumour, A.Fr.220.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κανθύλη — κανθύλη, ἡ (Α) εξόγκωμα, οίδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το αρχ. άνω γερμ. gund «έλκος» και το γοτθ. gunds «έλκος». Στην περίπτωση αυτή όμως το αρχικό θ. θα πρέπει να ήταν είτε αρχικό *κονθ , είτε μεταπτωτικό *καθ (αν οι γερμ … Dictionary of Greek
κανθύλας — κανθύλᾱς , κανθύλη swelling fem acc pl κανθύλᾱς , κανθύλη swelling fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονθυλεύω — ὀνθυλεύω και μονθυλεύω (Α) 1. παρασκευάζω έδεσμα χρησιμοποιώντας ως γέμιση κομμένο κρέας, κιμά 2. παραγεμίζω κάτι 3. νοθεύω κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. φαίνεται ότι έχει παραχθεί από αμάρτυρο προσηγορικό *ὀνθύλη ή *ὄνθυλος με επίθημα… … Dictionary of Greek
σταφύλη — ἡ, Α το μετάλλινο βαρίδι τής στάθμης τών ξυλουργών και τών κτιστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. κανθύλη, κοτύλη)] … Dictionary of Greek
ghendh- (ghondh-) — ghendh (ghondh ) English meaning: boil Deutsche Übersetzung: “Geschwũr” Material: Gk. κανθύλη “ulcer, swelling, lump, growth”, κονθηλαί αἱ ἀνοιδήσεις Hes.; Goth. gund n. “ cancerous ulcer “, Nor. dial. gund m. ‘scurf”, O.E. gund… … Proto-Indo-European etymological dictionary